- ἱστίου
- ἱστίονwebneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
μπάνιο — το (Μ μπάνιο) συν. στον πληθ. τα μπάνια ιαματικές πηγές οι οποίες έχουν τις κατάλληλες για την εξυπηρέτηση τών ασθενών εγκαταστάσεις νεοελλ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου μπορεί να πλυθεί κανείς («μπήκε στο μπάνιο») 2. το πλύσιμο τού σώματος («κάθε… … Dictionary of Greek
μπίντα — η ναυτ. 1. σύστημα σχοινιών για τη συστολή ενός μέρους τής επιφάνειας τού ιστίου σε περίπτωση κακοκαιρίας 2. το μέρος τού ιστίου που διπλώνεται με αυτά τα σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. binda] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
Τάπια — Ν φρ. «σύνδρομο Τάπια» ιατρ. μονόπλευρη, μερική ή ολική παράλυση τών τριών τελευταίων εγκεφαλικών συζυγιών που εκδηλώνεται με πάρεση τού υπερώιου ιστίου, τού φάρυγγα, τού λάρυγγα, τής γλώσσας, τού στερνοκλειδομαστοειδούς και τού τραπεζοειδούς… … Dictionary of Greek
αγιουτάντες — ο 1. βοηθός, υπασπιστής 2. μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός 3. σχοινί πλοίου, με το οποίο ανασύρεται η κεραία τού ιστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutante (= βοηθός)] … Dictionary of Greek
ακάτιο — το (Α ἀκάτιον) [ἄκατος] μικρή άκατος, μικρό πλοίο αρχ. 1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46) 2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2) 3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.) 4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος… … Dictionary of Greek
ακροδέτηση — η [ακροδετώ] Ναυτ. πρόσδεση τών ακραίων γωνιών τού τετράγωνου ιστίου στην ειδική θέση τών ακροκεραίων* … Dictionary of Greek